μάρκο

μάρκο
(Mark). Πρώην νομισματική μονάδα της Γερμανίας, η οποία απέκτησε την ονομασία της από μία σκανδιναβική μονάδα βάρους για πολύτιμα μέταλλα. Στο παρελθόν κυκλοφορούσαν ευρύτατα το μ. της Κολωνίας ή αυτοκρατορικό, το μ. της Ρώμης ή παπικό, το μ. του Τρουά και το μ. του Αμβούργου ή τραπεζικό. Στις 9 Ιουλίου 1873 το μ. αναγνωρίστηκε ως επίσημο νόμισμα της γερμανικής αυτοκρατορίας (Mark), το οποίο αντιστοιχούσε σε 100 πφένιχ (Pfennig), και βασιζόταν σταθερά στον χρυσό. Το 1923 ο μεγάλος γερμανικός πληθωρισμός ανάτρεψε το μ., το οποίο αντικαταστάθηκε με άλλο τύπο, η αγοραστική δύναμη του οποίου στηριζόταν όχι στα χρυσά αποθέματα, αλλά στην οικονομική δυναμικότητα και επομένως στο εθνικό εισόδημα (Rentenmark). Έπειτα από λίγο όμως (1924) επανήλθε στη χρυσή ισοτιμία και το Reichsmark (0,358423 γρ. καθαρού χρυσού). Έως το 1990 κυκλοφορούσαν δύο διαφορετικά νομίσματα, με την κοινή ονομασία γερμανικό μ. (DEM, Deutsche Mark)· ένα στη Δυτική Γερμανία (Westmark) και άλλο στην Ανατολική (Ostmark)· την ίδια ονομασία έφερε και η νομισματική μονάδα της Φιλανδίας (markka). Τον Ιανουάριο του 2002 άρχισε η σταδιακή απόσυρση του μ., το οποίο αντικαταστάθηκε με το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, ευρώ, ενώ η ισοτιμία των δύο νομισμάτων καθορίστηκε στα 1,956 μ. για ένα ευρώ. Πάνω, οι δύο όψεις του μάρκου της Ομοσπ. Γερμανίας. Κάτω, οι δύο όψεις του μάρκου της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
* * *
το (Μ μάρκον) μονάδα βάρους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες
νεοελλ.
νομισματική μονάδα τής Γερμανίας
μσν.
1. ποσότητα αργύρου ή χρυσού που ζύγιζε ένα μάρκο
2. νόμισμα χρυσό ή αργυρό
3. (γενικά) χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μονάδα βάρους» και το μσν. < γαλλ. marc. To νεοελλ. < γερμ. Mark].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μάρκο Πόλο — Βλ. λ. Πόλο, Μάρκο …   Dictionary of Greek

  • μάρκο — το (λ. γερμ.), παλαιότερη νομισματική μονάδα της Γερμανίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… …   Dictionary of Greek

  • Πίνο, Μάρκο νταλ-, ο επιλεγόμενος Μάρκο ντα Σιένα — (Pino, Κόστα αλ Πίνο, Σιένα π. 1525 – Νάπολη π. 1587). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε ζωγραφική στο πλευρό του Ντ. Μπεκαφούμι και φιλοτέχνησε έργα που τον ανέδειξαν σε σπουδαίο καλλιτέχνη της ομάδας των μανιεριστών που έδρασαν στη… …   Dictionary of Greek

  • Μάρουλιτς, Μάρκο — (Marko Marulic, Σπλιτ 1450 – 1524). Κροάτης συγγραφέας. Σπούδασε στην Πάντοβα. Έγραψε θρησκευτικά και ηθικά έργα στα λατινικά, τα οποία διαδόθηκαν ευρέως και μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες· ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται εκείνα… …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμόντι, Μάρκο Αντόνιο — (Raimondi, 1475 – 1530). Γνωστός Ιταλός χαράκτης από την Μπολόνια. Αρχικά εργάστηκε σ’ ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας και αργότερα έγινε γνωστός από τις παραποιήσεις ορισμένων πινάκων του Ντίρερ. Στη Ρώμη επιβλήθηκε ως ικανότατος χαράκτης και… …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμπολίνι, Φραγκίσκος ντι Μάρκο — (Raibolini, 1450 – 1518). Ιταλός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και αρχιτέκτονας. Καταγόταν από την Μπολόνια. Αρχικά έγινε γνωστός ως χρυσοχόος και χαράκτης και με την ιδιότητα του αυτή εργάστηκε στο νομισματοκοπείο της Μπολόνια. Ασχολήθηκε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”